ποθεινά

ποθεινά
ποθεινός
full of longing
neut nom/voc/acc pl
ποθεινά̱ , ποθεινός
full of longing
fem nom/voc/acc dual
ποθεινά̱ , ποθεινός
full of longing
fem nom/voc sg (doric aeolic)
ποθεινός
full of longing
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποθεινάς — ποθεινά̱ς , ποθεινός full of longing fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποθεινός — Επίσκοπος της Λιόν και μάρτυρας, που έζησε το 2o αι. μ.Χ., μαθητής του επίσκοπου Σμύρνης Πολύκαρπου. Στο πρώτο μισό του 2ου αι. έφυγε για τη Γαλλία, όπου, τελικά έγινε επίσκοπος. Το 177, τον συνέλαβαν, μαζί με άλλους χριστιανούς της Λιόν, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”